βαρυκοΐα

βαρυκοΐα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαρυκοΐα" в других словарях:

  • βαρυκοΐα — η βλ. βαρηκοΐα …   Dictionary of Greek

  • βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] …   Dictionary of Greek

  • δυσηκοΐα — η (AM δυσηκοΐα) βαρυκοΐα αρχ. ανυπακοή, απείθεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»